- ασφάλιστος
- I, η , ο открытый, незапертыйασφάλιστος2II, η , ο незастрахованный;
έχω το σπίτι ασφάλιστο — мой дом не застрахован
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω το σπίτι ασφάλιστο — мой дом не застрахован
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
ασφάλιστος — η, ο (α στερητ. + σφαλίζω = κλείνω) και ασφάλιχτος, η, ο άκλειστος, ανοιχτός: Ξέχασα τα παράθυρα ασφάλιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαντάλωτος — και αμανδάλωτος, η, ο [μανταλωτός] (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο, ασφάλιστος … Dictionary of Greek